ραδιοαστέρας

ραδιοαστέρας
ο, Ν
αστρον. όρος που χρησιμοποιείται συχνά για να χαρακτηρίσει μια σημειακή ραδιοπηγή, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει ότι πρόκειται για αστέρα, ή μια γνωστή πηγή ραδιοκυμάτων, όπως είναι λ.χ. ο Ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς τα α' και απόδοση ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. radiostar (< λατ. radius «ακτίνα» + star «αστέρας»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραδιο- — Ν 1. πρόθημα που όταν τοποθετείται πριν από την ονομασία ενός χημικού στοιχείου δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του (πρβλ. ραδιοφωσφόρος, ραδιοκοβάλτιο) 2. α΄ συνθετικό που δηλώνει αναφορά ενός μεγέθους, ενός αντικειμένου ή μιας… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοαστέρες — (Αστρον.). Πηγές ραδιοκυμάτων που καταλαμβάνουν σαφώς καθορισμένες ζώνες του ουράνιου χώρου και διαφέρουν από τον γαλαξιακό θόρυβο (ραδιοαστρονομία), δεδομένου ότι αυτός εμφανίζεται ομοιόμορφα κατανεμημένος. Ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σε θέση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”